- σαρδέλα
- (sardina pilchardus). Τελεόστεο της οικογένειας των Κλυπεϊδών, της τάξης των κλυπεόμορφων. Το ψάρι αυτό, που δεν έχει δόντια και το μήκος του κυμαίνεται μεταξύ 15-25 εκ., τρέφεται με πλαγκτόν, και ζει στον Ατλαντικό μεταξύ Μαδέρας και Ιρλανδίας, στη νότια ζώνη της Βόρειας θάλασσας και στη Μεσόγειο. Ενώ συνήθως η σ. παραμένει στην ανοιχτή θάλασσα σε διάφορα βάθη, όταν πλησιάζει η εποχή της αναπαραγωγής μεταναστεύει κατά πολυάριθμα κοπάδια προς τα παράκτια νερά, όπου μπορεί να βρει θερμοκρασίες μεταξύ 13 και 23°C- την άνοιξη και το καλοκαίρι κάθε θηλυκό γεννά μερικές χιλιάδες αβγά τα οποία, χάρη σε μια σταγόνα λάδι που έχουν δεν κατεβαίνουν στο βυθό. Μετά την εναπόθεση των αβγών και την άμεση γονιμοποίηση, οι σαρδέλες τα εγκαταλείπουν και επιστρέφουν στην ανοιχτή θάλασσα.
Η σ. που αναφέραμε και τα υποείδη της μετακινούνται από τη μια ζώνη της θάλασσας στην άλλη, όχι μόνο εξαιτίας της θερμοκρασίας (από την οποία εξαρτιούνται οι ανάγκες της αναπαραγωγής), αλλά και εξαιτίας της αλμυρότητας και των ρευμάτων. Η διακύμανση των στοιχείων αυτών προκαλεί κάθετες και οριζόντιες μεταναστεύσεις των σ. που είναι επίσης και συνέπεια της πύκνωσης ή αραίωσης των μαζών των μικρών πλαγκτονικών ζώων που έχουν μεγάλη σημασία για τη διατροφή των Κλυπεϊδών. Όπως είναι φανερό, το ίδιο ισχύει και για τα είδη των σ. που συχνάζουν στα νερά του βόρειου και νότιου Ειρηνικού, λίγο-πολύ κοντά στις ακτές. Εξαιτίας του εύγευστου κρέατος τους, τα ψάρια αυτά αλιεύονται εντατικά- αλλά επειδή δεν είναι δυνατό να καταναλωθούν αμέσως φρέσκες οι μεγάλες ποσότητες που αλιεύονται, πολλές σ. διατηρούνται ή παστές ή κονσερβοποιημένες.
Η σαρδέλα είναι ψάρι πολύ εύγευστο.
* * *η, Ν1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ρεγγόμορφου ψαριού τών εύκρατων και θερμών θαλασσών Sardina pilchardus, τής οικογένειας clupeidae, το οποίο αφθονεί στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες2. μτφ. διακριτικό σιρίτι στρατιωτικού3. φρ. «γίναμε [είμαστε ή στοιβαχτήκαμε] σαν σαρδέλες» — δηλώνει μεγάλο συνωστισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sardella. To ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι αλιευόταν στις ακτές τής Σαρδηνίας (πρβλ. σάρδα, σαρδῖνος, σαρδίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.